τορβερνίτης

τορβερνίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο ουρανιοφωσφορικό ορυκτό τού χαλκού, το οποίο είναι ένα από τα κύρια ορυκτά τού ουρανίου, αλλ. χαλκόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torbernite, από το όν. τού Σουηδού χημικού Torbern Ο. Bergman].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκοουρανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης, αλλ. χαλκόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. cuprouranite < cupro (< cuprum «χαλκός») + uranite (βλ. ουρανίτης)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόλιθος — ο / χαλκόλιθος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης 2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”