- τορβερνίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο ουρανιοφωσφορικό ορυκτό τού χαλκού, το οποίο είναι ένα από τα κύρια ορυκτά τού ουρανίου, αλλ. χαλκόλιθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torbernite, από το όν. τού Σουηδού χημικού Torbern Ο. Bergman].
Dictionary of Greek. 2013.